- ἐχομένα
- ἐχομένᾱ , ἔχωcheckpres part mp fem nom/voc/acc dualἐχομένᾱ , ἔχωcheckpres part mp fem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐχόμενα — ἔχω check pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχομένας — ἐχομένᾱς , ἔχω check pres part mp fem acc pl ἐχομένᾱς , ἔχω check pres part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
одьржатисѧ — ОДЬРЖ|АТИСѦ (4*), ОУСѦ, ИТЬСѦ гл. 1.Содержаться: ни ѥдинѣмь бо кымьждо промышлѥниѥмь непьщеваша оскѹдѣти дарѹ ст҃го д҃ха. имь же правьда отъ х҃въ чиститель и видить сѧ съмысльно. и ѡдьржитьсѧ твьрдо. паче ˫ако комѹжьдо въмѣстисѧ. (κατέχεται) КЕ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
εχομένως — ἐχομένως και ἐχόμενα (ΑΜ) (επίρρ. από τη μτχ. ενεστ. τού έχομαι) (με γεν.) αμέσως, έπειτα, κατόπιν, εν συνεχεία, σε άμεση επαφή, σε προέκταση αρχ. (με γεν.) 1. πλησίον, κοντά σε κάτι 2. μαζί με κάποιον, στο σπίτι κάποιου … Dictionary of Greek
κατερείκω — (Α) 1. χοντροκοπανίζω, θρυμματίζω, χοντραλέθω 2. μτφ. καταπραΰνω, κοπάζω («δυνατὴ τὸν ἐμὸν θυμὸν κατερεῑξαι», Αριστοφ.) 3. μέσ. κατερείκομαι ξεσχίζω τα φορέματα μου λόγω πένθους ή θλίψεως («τά τε ἐσθῆτος ἐχόμενα εἶχον, ταῡτα κατηρείκοντο καὶ… … Dictionary of Greek